- συντόνη
- σύν-τονέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)σύν-τονέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ … Dictionary of Greek
ξεσπάθωμα — το [ξεσπαθώνω] 1. η ξιφούλκηση, το τράβηγμα τού σπαθιού από τη θήκη του 2. μτφ. α) σύντονη ενέργεια για την επίτευξη ορισμένου σκοπού β) ανάληψη έντονης δράσης υπέρ ή κατά ενός προσώπου ή μιας υπόθεσης ή ιδέας … Dictionary of Greek
συντονία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α [σύντονος] νεοελλ. 1. συντονισμός 2. μουσ. συμφωνία τόνου μσν. αρχ. επίταση αρχ. 1. σύντονη ενέργεια 2. ένταση, τέντωμα 3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.) … Dictionary of Greek
τρέξιμο — το, Ν 1. πολύ γρήγορο βάδισμα που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη διαδοχή τών ποδιών 2. (για υγρό) ροή, εκροή, χύσιμο («το τρέξιμο τού νερού») 3. στον πληθ. τα τρεξίματα έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή υπόθεση, αλλ.… … Dictionary of Greek
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
φιλοδοξία — η 1. το να είναι κανείς φιλόδοξος (βλ. λ.). 2. ζωηρή επιθυμία για επιτέλεση λαμπρού έργου ή σκοπού, σύντονη επιδίωξη: Έχει τη φιλοδοξία να χτίσει εκκλησία στο χωριό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)